- πανδαιμόνιο
- το1. τόπος διαμονής όλων τών δαιμόνων2. συνεκδ. πρωτεύουσα τού φανταστικού βασιλείου τής Κόλασης, όπου συνέρχονται τα συμβούλια τών δαιμόνων3. μτφ. μεγάλος θόρυβος από φωνές και κρότους σε συνδυασμό με πλήρη σύγχυση και αταξία, αλλ. βαβυλώνια, χαλασμός κόσμου, κοσμοχαλασιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + δαιμόνιο. Η λ., στον λόγιο τ. πανδαιμόνιον, μαρτυρείται από το 1824 στον Μιχ. Σχινά].
Dictionary of Greek. 2013.